Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η εργάτρια'

См. также в других словарях:

  • αερίστρα — η [αερίζω] 1. εργάτρια ή υπηρέτρια που έχει τη φροντίδα τού αερισμού ενός χώρου τροφίμων ή ενδυμάτων 2. βεντάλια, αεριστήρι …   Dictionary of Greek

  • εργάν — η (AM ἐργάνη) νεοελλ. εργαλείο που χρησιμοποιείται στη συλλογή τών καρπών τής ελιάς αρχ. μσν. εργασία, έργο αρχ. (επίκληση τής Αθηνάς ως προστάτριας τής εργασίας) εργάτρια («Ἀθηνᾱν ἐπωνόμασαν ἐργάνην», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έργov. Ο τ. εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε …   Dictionary of Greek

  • εργατίνα — η (Μ ἐργατίνα) η εργάτρια (ιδίως τού αγρού) …   Dictionary of Greek

  • εριθακίς — ἐριθακίς, ἡ (Α) 1. εργάτρια, δουλεύτρα 2. υπηρέτρια, θεραπαινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριθος + ακις] …   Dictionary of Greek

  • κορδελιάστρα — η [κορδελιάζω] εργάτρια υποδηματοποιείου που κάνει το καρδέλιασμα τών παπουτσιών, δηλ. που γαζώνει με τη μηχανή τα διάφορα κομμάτια τού δέρματος τα οποία αποτελούν τμήματα τού παπουτσιού …   Dictionary of Greek

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • πούρο — Τσιγάρο χωρίς τσιγαρόχαρτο. Aποτελείται από περιτυλιγμένα φύλλα καπνού, σε κυλινδρικό σχήμα, που καταλήγει σε κωνοειδή άκρα. Η ποιότητα του π. εξαρτάται κυρίως από το φύλλο που αποτελεί το περικάλυμμα και που διαποτίζει όλο το π. με το άρωμά του …   Dictionary of Greek

  • χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»